Βαγγελισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βαγγελισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Βαγγελισμὸς ὁ, Εὐαγγελισμὸς λόγ σύνηθ. Βαγγελισμὸς κοιν. Βαgελισμὸς πολλαχ. Βαγγιλ’σμὸς βόρ. ἰδιωμ. Βαgι’σμὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βγαgελισμὸς Θρᾴκ. (Μέτρ.) Βγαντζελισμὸς Μεγίστ. κ.ἀ. Βγατζελισμὸς Μύκ. κ.ἀ. Βγατζε’σμὸς Β. Τῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. Εὐαγγελισμός, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. εὐαγγελίζομαι.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ γενικ. τοῦ Βαγγελισμοῦ, ἑορτὴ τελουμένη τὴν 25 Μαρτίου εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου Γαβριὴλ πρὸς τὴν Μαρίαν μεταβιβασθείσης χαρμοσύνου ἀγγελίας περὶ τῆς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐξ αὐτῆς γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Εὐαγγελισμός, γαργαλισμὸς (ἡ ἀπὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐπικρατοῦσα θερμοκρασία εἷναι τοιαύτη, ὥστε νὰ προκαλῇ τὴν φυλλοφορίαν τῶν συκαμινεῶν καὶ τὴν ἐκκόλαψιν τῶν μεταξοσκωλήκων) Βιθυν. (Προῦσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/