γιˬατροσυμβούλιο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροσυμβούλιο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατροσυμβούλιο τό, Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βάλτ. Γαργαλ. Ὀλυμπ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ λογ. οὐσ. ἰατροσυμβούλιον.
Σημασιολογία
Συνέδριον ἰατρῶν προκειμένου νὰ μελετήσουν δύσκολον ἰατρικὸν περιστατικὸν καὶ νὰ ἀποφασίσουν ἀπὸ κοινοῦ θεραπευτικὴν ἀγωγὴν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Χιˬόνια μου, νὰ μὴ λε͜ιώσουτε, ὥστε νὰ πέσουν τ’ ἄλλα, γιατ’ εἶν᾽ ὁ Τσιˬέλιˬος ἄρρωστος βαριˬὰ γιˬὰ νὰ πεθάνῃ καὶ τοὺς γιˬατροὺς ἐκάλεσε, γιˬατροσυμβούλιο κάνουν Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ὁλυμπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA