γιˬατρουλάκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρουλάκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬατρουλάκος ὁ, ἐνιαχ. γιˬατρουλάκους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρούλης καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκος.

Σημασιολογία

Γιˬατρουδάκι, τὸ ὁπ. βλ.: Ἕνας γιˬατρουλάκος, χωρὶς πελατεία, ποὺ κουράρει χάρισμα φτωχοὺς Γ. Ξενοπ. Θέατρ. Γ΄, 12.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/