γιˬατρουλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρουλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατρουλίζω Ἐρεικ Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρούλης.
Σημασιολογία
Θεραπεύω, νοσηλεύω τινὰ ἔνθ’ ἀν.: Τόνε γιˬατρουλίζουνε καὶ ἐκεῖνος πάει ᾿ς τὸ πόρτο (λιμάνι) Ἐρεικ Μοῦ λε͜ιανόσκασε τὸ πετσὶ τοῦ χεριˬοῦ μου, ὅπου ἔλε͜ιωνα ἁσβέστι καὶ τώρα τὸ γιˬατρουλίζω (λε͜ιανόσκασε = ἄνοιξε λίγο) αὐτόθ. Εἶναι ψυχρωμένος ὁ Τάτσης καὶ τὸν ἄρχισ’ ἡ μάννα του νὰ τόνε γιˬατρουλίζει Ὀθων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA