ἀντήμερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντήμερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντήμερο τό, Κέρκ. Παξ. ἀντήμερον Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀντήμερο ἡ, Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ἡμέρα.
Σημασιολογία
Ἡ ἑπομένη ἡμέρα, ἰδίᾳ ἑορτῆς τινος, ἡ ἐπαύριον ἔνθ’ ἀν.: Τ᾿ ἀντήμερο τοῦ Σταυροῦ ἐγέννησε ἡ κωπέλλα της Παξ. Μ’ ἐπλέρωσε τὴν άντήμερο τοῦ γάμου του Κέρκ. Δὲν ἦρθε τὴν ἴδιˬα μέρα, ἦρθε τὴν ἀντήμερο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA