γιˬατροφόρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροφόρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατροφόρος ὁ, Κύθν. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -φόρος.
Σημασιολογία
Ὁ ἐμπειρικὸς ἰατρὸς ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Κάρβουνον ἔπ-ιεσε ’ς τοῦ ψύλλ dου τὸ ποδάρι, τρέξετε, γιˬατροί, τρέξετε, γιˬατροφόροι, νὰ γιˬατρέψετε τοῦ ψύλλ dου τὸ ποδάρι Ρόδ. Δράμετε, γιατροὶ καὶ γιˬατροφόροι, γιˬὰ νὰ γιˬ άνετε τοῦ ψύλλου τὸ ποδάρι Κύθν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA