βαγενάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγενάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαγενάρις ὁ, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαγένι καὶ τῆς καταλ. -άρις.
Σημασιολογία
Μοναχὸς ἔχων τὴν ὑπηρεσίαν ἐν μοναστηρίῳ τῆς διανομῆς τοῦ οἴνου εἰς τοὺς μοναχοὺς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA