γιˬατσίντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατσίντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατσίντο τό, Χίος - Λεξ. Βλαστ. 448 γιˬατσίντου Σάμ. γιˬαζίνdο Κάσ. Κῶς γιˬατσίτο Ἰων. (Ἐρυθρ. Κρήν.) γιˬατσέντο Μῆλ. Χάλκ. - Γ. Ξενοπ., Ἀφροδ., 199 κέντρον, 7 γιˬατσέdι Μῆλ. διˬατσίντο Π. Γενναδ, Φυτολ Λεξ., 798 διˬατσίντου Σάμ. διˬατσέντο Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. διˬαντσέτο Κρήτ. διˬατσέτο Θῆρ. πιˬατσέντο Ζάκ. γιˬατσίντος ὁ, Χίος διˬατσίντος Θ. Γρυπάρ., Βοσκοπ., 93.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. giacinto < Λατιν. yacinthus < Ἐλλην. ὑάκινθος. Πβ. Ἰταλ διαλ. τύπ. diacinto καἰ iacinto.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ὑάκινθος ὁ ἀνατολικὸς (Hyacintus orientalis), τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδῶν (Liliaceae) ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα κοριτσάκι ὡς δεκατεσσάρω χρονῶ, νόστιμο, μὲ ξανθὲς πλεξίδες, πουλοῦσε ’ς τὴν αὐλὴ γιˬατσέντα Γ. Ξενοπ., Κέντρον, 7 Ὁ Θράσος μπῆκε ’ς τὸν κῆπο, παρακάλεσε τὸ Μιχάλη νὰ τοῦ κόψῃ λίγα γιˬατσέντα καὶ κάθισε Γ. Ξενόπ Ἀφροδ., 199. || ᾌσμ. Ὡς εἶν’ τὸ μῆλο κόκ-ινο καὶ τὸ γιˬαζίντο ἄσπρο, ἔτσ’ εἶναι ἡ γεναῖκα μου κ’ ἡ εὐλοητικιˬά μου (εὐλοητικιˬά μου = ἡ διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου εὐλογηθεῖσα σύζυγός μου) Κῶς Γιˬατσίτα καὶ τριˬαντάφυλλα οὕλα νὰ μαζωχτοῦνε, κορώνα νὰ σὲ βάλουνε καὶ νὰ σὲ προσκυνοῦνε Ἰων. (Κρήν.) Ἄσπρο μου τριˬανταφυλλάκι καὶ γιˬατσίτο ἐκλεχτό, θέλω ᾽ς τσὶ δικοί σου κλῶνοι ’ς ἕνα μέρος νὰ κρυφτῶ Ἰων. (Ἐρυθρ.) Διˬατσέντο μου ’ς τὴν ὀμορφιά, κρίνε μου ’ς τὴν ἀσπράδα Ρόδ. Ἡ νύφη εἶναι τὸ γιˬατσέdι κι ὁ γαbρὸς τ᾿ ἀστρὶ ποὺ ψέgει Μῆλ. || Ποίημ. Καὶ τὰ ζερπούλιˬα κι ὁ διˬατσίντος μεγαλώσανε κιˬ αὐτὰ Θ. Γρυπάρ., Βοσκοπ., 93.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA