βαγένι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγένι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγένι τό, σύνηθ. καὶ Τσακων. βαγέ’ βόρ. ἰδιώμ. βαένι πολλαχ. βαέ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαγιˬόνι ἐνιαχ. βαγιˬό’ Μακεδ. (Πάγγ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βαγοίνιον. Ὁ GMeyer Neugr. Stud. 2,15 ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ Σλαβ. vagan ὁ ΜVasmer ἐν Grecoslavjansk. Εtioudi 3,41 ἐκ τοῦ vagan κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ λαγένι, ὁ δὲ ΝΠολίτ. Παροιμ 3,21 θεωρεῖ πιθανὴν τὴν ἐκ τοῦ Λατιν. vagina ἐτυμολογίαν.

Σημασιολογία

1) Κυλινδρικὸν ξύλινον δοχεῖον οἴνου ἢ οἰνοπνεύματος, μέγα βυτίον σύνηθ. καὶ Τσακων.: Φρ. Μπῆκε ᾿ς τὸ βαγένι (ἐπὶ τοῦ πίνοντος κατὰ κόρον) Πελοπν. Ἔκανε τὴν κοιλιˬὰ βαγένι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Εἶναι σωστὸ βαγένι (ἐπὶ παχυσάρκου) Πελοπν. (Σουδεν.) Μοῦστο καὶ βαένι (ἐπὶ ἀναιδοῦς άπαιτητοῦ) Πελοπν. (Λακων.) || Παροιμ. Ὁ φτωχὸς καὶ τ’ ἀδε͜ιανὸ βαγένι ὑπόληψι δὲν ἔχουν Πελοπν. (Λεβέτσ.) Δὲν τὰ φταίει αὐτός, τὰ φταίει τοῦ βαγενιοῦ ὁ πίρος (δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ αἴτιος τῶν κακῶν, ἀλλ’ ὅ οἶνος τὸν ὁποῖον ἔπιε) Πελοπν. (Γορτυν.) || Αἴνιγμ. Βαγένι δωδεκάσφηνο, κάθε σφῆνα κιˬ ὄνομα (τὸ ἔτος καὶ οἱ δώδεκα μῆνες) Πελοπν. (Μεσσ.) Συνών. βαρέλλι. β) Πληθ. βαένιˬα, εὐωχία, συμπόσιον γαμήλιον Θρᾴκ. (Κομοτ.) 2) Ὑδροχόη ὑδρομύλου Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Λακων. Λεντεκ. Πυλ. Συκεὰ Κορινθ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγένα 2. 3) Ὁ κυλινδρικὸς θόλος ναοῦ (Λαογρ. 2,235). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαγένι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) Βαέ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βαγένιˬα τά, αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/