ἄρχομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρχομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἄρχομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἄρχομαι.
Σημασιολογία
Κάμνω ἀρχήν, ἀρχίζω: ᾌσμ. Ἄρχετ᾿ ὁ νεˬὸς καὶ τὴ φιλεῖ κιˬ ἄρχετ᾿ ὁ Θεˬὸς κ᾿ ἐβρόdα. Ἄρχουdαι καὶ χαρίζουνε ἀπ᾿ τὸ ταχὺ ὣς τὸ βράδυ κιˬ ἀποὺ τὸ βράδ᾽ ὣς τὸ ταχὺ κιˬ ὣς τ᾿ ἄλλο μεσημέρι. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀρχάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA