γαλανίζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλανίζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλανίζω (ΙΙ) Κρήτ. Κύθηρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Σπάρτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Λάμπω ἐκ λευκότητος Κρήτ. Νίσυρ. Ὁ κόσμος γαλάνισε ἀπὸ τὰ περιστέριˬα Κρήτ. Γέλανε ὁ ᾿Αράπης καὶ τὰ δόdιˬα του γαλανίζανε (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὦ μῆλο μου Πολίτικο, ᾿ς τὴ μέση γαλανίζεις, πολλὴν ἀγάπην σ’ ἀγαπῶ, μὰ σὺ δὲν τὸ γνωρίζεις Νίσυρ. Συνών. ἀσπροκοπῶ. β) ᾿Αρχίζω νὰ λευκαίνωμαι Κύθηρ. Πελοπν. (Σπάρτ.): Γαλανίζουν τὰ μαλλιˬὰ Κύθηρ. Γαλανίζει τὸ νερὸ ᾿ς τὸ ποτήρι (ὅταν εἶναι μουντὸ καὶ ἀρχίζῃ νὰ παίρνῃ ἀπόχρωσι ἀνοικτοῦ κυανοῦ ὡς τῆς θαλάσσης ἢ τοῦ οὐρανοῦ) Σπάρτ. 2) Ὀχριῶ Κρήτ.: ᾽Εγαλάνισε τὸ κακορρίζικο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA