βάγιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάγιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάγιˬα ἡ, Ἀμοργ. Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ κ.ἀ.) Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Μακεδ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνασελ. Ἀρκαδ. Κορινθ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ. βάιˬα Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ.ἀ. Πληθ. βαγιˬάδες Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἀρσεν. βάγιˬος Ζάκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βάγιˬα, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. βαΐα. Ὁ Κορ. Ἄτ. 2,32 ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. Balia.

Σημασιολογία

A) Θηλ. 1) Τροφός, θηλάστρια καὶ καθόλου θεραπαινίς, ὑπηρέτρια Ἀμοργ. Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ) Καππ. Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Μακεδ. Μεγίστ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνασελ. Ἀρκαδ. Κορινθ.) Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος κ.ἀ.: Φρ. Βάγιˬες bροστὰ καὶ βάγιες πίσω (ἐπὶ πολυδαπάνου πλουσίου) Βιθυν. || ᾎσμ. Τὰ κανακάρικα παιδιὰ τρεῖς βάγιˬες τὰ κοιμοῦνε καὶ τρεῖς τὰ ναναρίζουνε καὶ ἕξε τὰ ξυπνοῦνε (βαυκάλ.) Κρήτ. ...Τὸν ἐναν-νούριζαν τρεῖς ἀερφὲς τσ’ ἑ μάννα τσ’ ἀκόμη δὲν τὸν ἔφταξαν τσ’ ἐπῆραν του τσαὶ βάγιˬαν. -Βάγιˬα μου, μόρωσέ με το, βάγιˬα μου, μόρωσ’ μέ το τσ’ ἄ σὲ ᾿υρέψῃ τσαὶ βυζίν, κάτσε τσαὶ βύζασ’ μέ το (βαυκάλ. μόρωσε=ἡμέρωσε) Μεγίστ. Τριˬῶν βαγιˬάδων ἀγκαλεὰ ἐτράφη τὸ παιδί μου Ἀθῆν. Τρέξετε, βάγιˬες, τρέξετε, ἀνοίξετέ του νά ’μπῃ κι αὐτὸς εἶναι ὁ ἄντρας μου κιˬ αὐτὸς εἶν᾿ ὁ καλός μου Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάγισσα. 2) Μαῖα Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. κ.ἀ.) Συνών βαβὰ 6, βάβω 5, μαμμή. Β) Ἀρσεν. 1) Ὁ σύζυγος τῆς βάγιˬας 1 Κεφαλλ. 2) Ὁ φροντίζων διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν παιδίων, παιδαγωγὸς Ζάκ. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ Βάιˬους Μακεδ. (Βλάστ.) 3) Θεῖος Μακεδ. (Καταφύγ.) 4) Τιμητικὴ προσφώνησις πρὸς γέροντα Μακεδ. (Καταφύγ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/