γαλανομμάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλανομμάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλανομμάτης ἐπίθ. σύνηθ. γαλανουμμάτ’ς βόρ. ἰδιώμ. ’αλανομμάτης Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι). τοῦ οὐσ. μάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ης.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς γαλανοῦ χρώματος, κυανόφθαλμος ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μέσα ᾿ς τοῖς τόσες ὀμορφιές, μέσα ’ς τὰ τόσα νεˬᾶτα μιˬὰ ξανθομάλλα λυγερή, γλυκε͜ιὰ γαλανομμάτα κ’ ἕνας λεβέντης ’μορφονεˬὸς κάθονται πλάι πλάι ΙΠολέμ. ᾽Αλάβαστρ.2 185. Συνών. ἀσπρομμάτης, βενετόμματος, γαλαζομμάτης, γαλανὸς (Ι) Α 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA