ἀντιβάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιβάτης ὁ, Εὔβ. (Κάρυστ.) Σύμ. Χίος ἀdιβάτης Μέγαρ. ἀντιάτης Κύπρ. (Καρπασ.) ἀγκιβάτα Τσακων. ἀντιπάτης Κάλυμν. Κάρπ. Πελοπν. (Μάν.) ἀdιπάτ’ς Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀτ’πάτ’ς Λῆμν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀντιβάτης. Ὁ τύπος ἀντιπάτης διὰ παρετυμ. πρὸς τὸ πατῶ ἢ ἀντιπατῶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζύγωθρον τῆς θύρας, μοχλὸς διήκων ἀπὸ τῆς μιᾶς παραστάδος εἰς τὴν ἄλλην, δι’ οὗ κλείεται ἀσφαλῶς ἡ θύρα Κάλυμν. Κάρπ Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σχολ. ’Αριστοφ. Σφῆκ. 201 «ἐμβαλεῖν παρακελεύεται καὶ τὴν δοκόν, τουτέστι τὸν ἀντιβάτην πρὸς τὴν θύραν.» Συνών. μάνταλος. 2) Κοντὸς διχαλωτὸς εἰς τὸ ἓν ἄκρον χρησιμοποιούμενος κατὰ τὴν φόρτωσιν τῶν ὑποζυγίων πρὸς ἀντέρεισιν καὶ ὑποστήριξιν τοῦ φορτίου τῆς μιᾶς πλευρᾶς μέχρι φορτώσεως τοῦ φορτίου τῆς ἑτέρας Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύπρ. Συνών. φορτωτῆρα. 3) Ὁ κοντὸς τοῦ σαρώθρου Κύπρ. (Καρπασ.): Ἔσπασεν ὁ ἀντιάτης τῆς σαρκᾶς μου (σαρκὰ=σαριˬὰ=σάρωθρον). 4) Μοχλός τις ὡς ἐξάρτημα τοῦ μυλῶνος Λῆμν. Κάρπ. 5) Μοχλὸς διὰ τοῦ ὁποίου στρέφεται τὸ ἀντίον (εἴτε τὸ πρόσθιον εἴτε τὸ ὀπίσθιον) τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Κάρπ. Λῆμν. Μακεδ. (Χαλκιδ.) 6) Στῦλος ἐμπηγνυόμενος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σταθερῶς πρὸς ὑποστήριξιν τῆς περὶ αὐτὸν στηνομένης θημωνιᾶς τῶν σιτηρῶν Μέγαρ: Παροιμ. φρ. Χαρά 'ς τηνε τὴ θεμωνιˬὰ ποῦ ’χει τσ᾿ ἀντιβάτες (οἱ ἀντιβάτες χαρακτηρίζουν τὴν μεγάλην θημωνιάν). β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, προστάτης, στήριγμα Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Γιˬὰ ἄκου το, Μῆτρο, ἀφέντη μου, | μωρὲ ἀσίκικο κορμί, πάτη μου κιˬ ἀντιπάτη μου, | ὥχου, δὲ σοῦ ’βγαινε κἀνείς! (μοιρολ.) 7) Ὁ ἀντιβαίνων, ὁ ἐναντιούμενος, ἐχθρός, ἀντίπαλος Κάρπ. Σύμ. Τσακων. Χίος: Εἶναι ὅλον τὸ κακὸν ἀπὸ τὸν δεῖνα, γιˬατὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀντιβάτης μου Χίος Εἶναι κιˬ αὐτὸς ἀντιβάτης μου αὐτόθ. ᾽Εθελῆκα νὰ παντρέψου τὰ σάτη μι τζ’ ὁ δεῖνα ἐμπαΐτζε ἀγκιβάτα τζαὶ δὲν ἀφῆτζε νὰ ναθῇ ὁ γάμος (ἠθέλησα νὰ ὑπανδρεέσω τὴν θυγατέρα μου καὶ ὁ δεῖνα ἐμπῆκε ἀντιβάτης καὶ δὲν ἄφησε νὰ γίνῃ ὁ γάμος) Τσακων. Ἐθελῆκα νὰ ἀγοράσου νία χούρα τζ’ ἐμπαΐτζε ὁ δεῖνα ἀγκιβάτα (ἠθέλῃσα νὰ ἀγοράσω ἕνα χωράφι καὶ ὁ δεῖνα ἐμπῆκε ἀντιβάτης, ἀντέδρασεν) αὐτόθ. Συνών. ἀντίδικος, ἀντίμαχος. 8) Ὁ ἐπιμόνως ἀπαιτῶν Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA