γαλανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανὸς ἐπίθ. (Ι) σύνηθ. γαλανὲ Τσακων. γαανὸς Νάξ. (Βόθρ.) ᾿αλανὸς Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Θηλ. γαλάνα Κύμ. Σάμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. Δωρ. ἐπίθ. γαλανὸς παρὰ τὸ Ἀττ. γαληνός. ᾽Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4,72.

Σημασιολογία

Α) 'Επιθετικ. 1) Ὁ ἔχων χρῶμα κυανοῦν ἀνοικτὸν (ὡς τὸ χρῶμα τῆς γαλήνην ἐν αἰθρίᾳ ἐχούσης θαλάσσης) σύνηθ. καὶ Τσακων.: Γαλανὸς οὐρανός. Γαλανὴ θάλασσα. Γαλανὰ μάτιˬα - νερὰ κττ. σύνηθ. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ γαλανὸ μάτι! (ἄνθρωπος μὲ γαλανὰ μάτια νομίζεται βάσκανος ἢ κακὸς) Ρόδ. || ᾌσμ. Ἔχεις τὰ μάτιˬα γαλανὰ σὰν τ’ οὐρανοῦ τὸ χρῶμα ΚΤεφαρίκ. Λιανοτράγ. 60 Γιˬὰ μαῦρα μάτιˬα χάνομαι, γιὰ γαλανὰ ποθαίνω Κρήτ. Ἄσπρους γιννε͜ιέτ’ ἡ κόρακας τσὶ γαλανὸς μαλλιˬάζει, μαῦρου ᾿ς τοὺ τέλους γίνιτι τσὶ τοῦ bαbᾶ του μοι͜άζει Λέσβ. 2) Γαλανομμάτης, ὃ ἰδ., σύνηθ.: Παροιμ. ᾿Εδῶ σὲ θέλω, γαλανὴ, νὰ γίνῃς μαυρομμάτα (ἐπὶ ἔργου δυσχεροῦς ἢ ἀδυνάτου) Χίος || ᾎσμ. Τῆς ἄσπρης ἄσπρα πιˬάνουνε᾽ τσῆ γαλανῆς γαλάζιˬα καὶ τσῆ ψηλομελαχρινῆς χρουσᾶ μαργαριτάριˬα Νάξ. (’Απύρανθ.) Τὸ Γαλανὸς καὶ ὡς ἐπών. ᾿Αθῆν. Κρήτ. κ.ἀ. Θηλ. ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τὸν τύπ. Γαλανὴ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γαλάνα Σάμ. Καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ Γαλανοῦ Κρήτ. Ρόδ. Χίος Γαλανὸ Σῦρ. Γαλανὰ Κρήτ. Γαλανὴ Πελοπν. (Μάν.) Σέριφ. Τσακων. Β) Οὐσ. θηλ. γαλανὴ 1) Ὄνομα δημοτικοῦ ᾄσματος, ἐν ᾧ ἐπαναλαμβάνεται ἡ λέξις Πελοπν. (Βασαρ.) 2) Εἶδος συκῆς Σιφν. Συνών. γαλανοσυκεˬά. 3) ᾿Ελαιόφυτον Κάρπ. 4) Ἡ ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ ἀνθρωπίνου σκέλους γεννωμένη ἐκ πυρώσεως ὑποκύανος κηλὶς Στερελλ. (Παρνασσ.) 5) Οὐδ. γαλανό, ὁ καρπὸς τῆς γαλανὴς (ἰδ. ἀνωτ.), εἶδος σύκου ἔξωθεν βαθέος κυανοῦ πρὸς τὸ μέλαν ἀποκλίνοντος Σίφν. Συνών. γαλανόσυκο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/