βαγίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαγίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. Νίσυρ. Παξ. Πόντ. (Κερασ.) Την κ.ἀ. βαΐζω Ἤπ. Ἱθάκ. Κάλυμν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ Κορινθ. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) Πόντ. (Κερασ.) Τῆλ. Τῆν. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βαΐζου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ΒΕὔβ. Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ. Αἶν.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Καστορ. Καταφύγ. Νάουσ. Χαλκιδ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάγιˬο καθὼς καὶ λύγος-λυγίζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Κάμνω τι νὰ λυγίσῃ, κάμπτω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θεσσ. Ἰθάκ. Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Συκεˬὰ Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ.: Πολεμῶ νὰ βαΐσω τὸ ξύλο Κῶς Ὁ ἄνεμος βάισε τὸ δέντρο Ἤπ. Καὶ ἀμτβ. κάμπτομαι, κλίνω Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Β.Εὔβ.Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Σαρεκκλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Βλάστ. Καστορ Καταφύγ. Νάουσ.) Παξ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Βαΐζουν οἱ ἐλα͜ιὲς ἀπὸ τὸν πολὺ τὸν καρπὸ Κέρκ. Ἐβάισε πολὺ τὸ κλωνάρι καὶ φοβᾶμαι μὴ σπάσῃ αὐτόθ. Βαΐζει ἡ μηλεˬὰ-τὸ σ’τάρι-τὸ φόρτωμα κττ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Βαΐζει ἡ μπλεˬὰ ἀπ’ τὰ μῆλα Ἤπ. ᾿Εβάισε τὸ πάτωμα ἀπὸ τὸ πολὺ βάρος Κεφαλλ. Βά᾽σαν τὰ πατώματα τοῦ σπιτιοῦ Σαρεκκλ. Τὸ δέντρο βαΐζ’ ἀπ᾿ τὸν καρπὸ Λευκ. Βάισαν τὰ σ᾽τάριˬα ἀπ᾽ τοὺν καρπὸ Αἰτωλ. Βάι σαν τὰ κλουνάριˬα τ᾿ς κιρασεˬᾶς ἀπ’τὰ κιράσιˬα αὐτόθ. Βάισι οὑ δέντρους αὐτοθ Ἐλα͜ιὲς βαγισμένες ἀπ’ τὸν καρπὸ Κέρκ. || Παροιμ. Τοὺ δέdρου σα βαΐσ’, φουτιˬὰ τοῦ ἰιˬάζ’ (ἐπὶ τῆς ματαιοπονίας πρὸς τὴν διόρθωσιν τῶν κακῶν) Φιλιππούπ. Συνών. λυγίζω. β) Ἀμτβ. κουράζομαι, καταβάλλομαι ἢ κάμπτομαι ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.: Βάισε πεˬὰ ὁ κακομοίρης Λεξ. Δημητρ. Βά’σα, λεγώ, βάγ’σα Σαρεκκλ. Σὰ βαγισμένος πορπατεῖ αὐτόθ. 2) Μισοκλείω ἢ κλείω Μακεδ. (Βλάστ. Νάουσ.): Βαΐζου ν bόρτα-τού παραθύρ’ (ν=τὴν) Βλάστ. Βαϊσμένη πόρτα (ἡμιάνοικτος) Νάουσ. 3) Παραμερίζω Ἤπ.: ᾎσμ. Λόγγοι, βαΐστε τὰ κλαριˬά, βουνά, ᾿ναμεριστῆτε νὰ πά’ ἡ φωνὴ ’ς τὴ μάνα μου, ’ς τὴ δόλιˬα μου γυναῖκα. Β) Ἀμτβ. 1) Ἔχω ἀφθονίαν καρπῶν, βρίθω ἀπὸ καρποὺς Θεσσ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Βελβ.) Παξ. κ.ἀ.: Ἔχουν βαΐσει τὰ δέdρα Κεφαλλ. ᾿Ιβάισι ᾽ς τὰ μῆλα (ἐπὶ μηλέας καταφόρτου) Βελβ. Οἱ ἐλα͜ιὲς ἐφέτος εἶναι βαϊσμένες Κεφαλλ. 2) Κλίνω πρὸς τὴν ἑτέραν κατεύθυνσιν, ρέπω Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σουφλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Βέρ. Βλάστ. Καστορ. Καταφύγ. Νάουσ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Τῆλ. κ.ἀ.: ᾿Εβάισε ἡ σκέπασι τοῦ σπιτιˬοῦ Κεφαλλ. Βαΐζ’ τοὺ γουμάρ’- τοὺ φουρτιˬὸ-τοὺ φόρτουμα κττ. Ἀνασελ. Βελβ. Βλάστ. Ἤπ. Καλοσκοπ. Βά’σε ὁ τοῖχος Σαρεκκλ. Τήρα ποῦθε βαΐζει νὰ σηκώσῃς τὸ πλευρό Καλάβρυτ. Βαΐζ’ ἡ ζυγαριˬὰ Βελβ. Βάισι τοὺ σαμάρ’ τ’ μ’λαριˬοῦ κατ’μίνιˬα μιρεˬὰ Αἰτωλ. Ἐβάισε ’ποὺ τὴν μιὰ βάνταν (πλευρὰν) Τῆλ. Βαΐζ’ διξιὰ κι ἀριστιρὰ Ἀνασελ. Βάισι τοὺ ζῷου (ἔκλινε πρὸς τὸ μέρος τοῦ βαρυτέρου φορτώματος) Καταφύγ. Νάουσ Βάισι τοὺ σπίτ᾿ κί θὰ πέσ’ Σουφλ. Βαγισμένη σκεπὴ Σαρεκκλ. Σπίτ' βαγισμένο αὐτόθ. β) Ταλαντεύομαι Μακεδ. (Καστορ.): Τὰ καράβιˬα τὰ κάνουν κάτω πλατεˬὰ γιὰ νὰ μὴ βαΐζουν. γ) Χωλαίνω Ἤπ. (Ζαγόρ.): Εἶν᾿ ὄμουρφ’ κουπέλλα, ἀλλὰ βαΐζ’. δ) Κλίνω πρὸς τὴν δύσιν καὶ δὴ δύω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ.: Βάισιν οὑ ἥλιˬους Βλάστ. Βαΐζ ἤ βάισε ἡ μέρα Ἀδριανούπ. ε) Κατακλίνομαι καὶ ἐφησυχάζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βλάστ.): Ποῦ νὰ βαΐσω; Ἤπ. Του πιδί, ἅμα βάισι νὰ κοιμηθῇ, τοῦ ἦρτι ἕνας γλυκὸς γύπνους Ἀδριανούπ. Νὰ βροῦμι κἄναν τόπου νὰ βαΐσουμι ψῖχα (Βλάστ). Συνών γέρνω. ς) Καταφεύγω που Μακεδ (Βλάστ.): Ποῦ θὰ βαΐζ’ ἀπ’ τ’ ἰκει; (ποῦ θὰ καταφύγῃ ἐκεῖθεν;) ΙΙΙ) Ἀρχίζει νὰ μοῦ σχάζῃ ὁ ἀνθοφόρος ὀφθαλμός, ἀνθοφορῶ ἐπὶ φυτῶν Σκόπ. iv) Θυμιῶ μὲ βάγια, φύλλα δάφνης πρὸς ἀποτροπὴν βασκανίας Τῆν. v) Κρατῶ κλάδον βαΐου καὶ ψάλλω «τήν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος κτλ.», ἐπὶ παιδίων Πόντ. (Κερασ.) Γ) Μεταφ. 1) Κλίνω πρός τινα εὐνοϊκῶς, αἰσθάνομαι πρός τινα εὐμένειαν Β. Εὔβ. Στερελλ (Αἰτωλ.): Βαΐζ’κατ᾽ τοὺ πιδὶ Αἰτωλ. 2) Ἀποφασίζω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Οὕ’ βάισαν νὰ πάρ’νι αὐτει’ τ’ νύφ’. ΙΙΙ) Τιμῶμσι Πελοπν. (Καλαβρυτ): Πόσο βαΐζει τὸ σ᾽τάρι;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA