γαλανοφρυδοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλανοφρυδοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλανοφρυδοῦσα ἐπίθ. θηλ. Χίος.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) τοῦ οὐσ. φρύδι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. γαλανοφρύδης καὶ τοῦ -οῦσα.
Σημασιολογία
Ἡ οἱονεὶ ἔχουσα γαλανὰ φρύδια, γαλανόφθαλμη (κατ᾽ ἀναλογ. τοῦ γαλανομματοῦσα): ᾎσμ. Παντρεύονται ᾿ς τὸ Γαλατᾶ, παντρεύονται ᾽ς τὴν Προῦσα, παντρεύομε τ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ τὴ γαλανοφρυδοῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA