γιˬάχνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάχνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬάχνισμα τό, κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γιˬαχνίζω.

Σημασιολογία

Καβούρντισμα κρέατος ἢ οἱουδήποτε φαγητοῦ (ἐκ λαχανικῶν, χορταρικῶν, ἰχθύων κλπ.) μὲ ψιλοκομμένα κρομμύδια καὶ ἔλαιον ἢ βούτυρον ἢ λίπος: Τὸ καλὸ γιˬάχνισμα χρειάζεται, γιˬὰ νὰ γίνῃ καλὸ τὸ φαΐ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/