ἀντιβίγλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιβίγλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιβίγλα ἡ, ἀμάρτ. ἀdιβίgλα Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βίγλα, παρ’ ὃ καὶ βίgλα.
Σημασιολογία
Σκοπιά: Αἴνιγμ. Κάνει βίgλα | κιˬ ἀdιβίgλα καὶ ἡ βίgλα σημαδούρι. Συνών. βίγλα, μετερίζι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA