ἀρχονταρρώστιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχονταρρώστιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρχονταρρώστιˬα ἡ, σύνηθ. ἀρχοdαρρώσθιˬα Κρήτ. ἀρχοdαρρώσιˬα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄρχοντας καὶ ἀρρώστιˬα.
Σημασιολογία
1) Ἀσθένεια ἄρχοντος, εὐπατρίδου σύνηθ.: Φρ. Ἔχει ἀρχονταρρώστιˬα ἢ ἔπαθε ἀρχονταρρώστιˬα (εἴρων. ἐπὶ τοῦ μεγαλοποιοῦντος καὶ τὴν ἐλαχίστην ἀδιαθεσίαν μιμουμένου οὕτω τοὺς εὐπατρίδας, οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν παραμικρὰν των ἀδιαθεσίαν χαρακτηρίζουν ὡς ἀσθένειαν). 2) Νόσος χρονία καὶ πολυδάπανος ᾿Αθῆν.: Οἱ χολόλιθοι εἶναι ἀρχονταρρώστιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA