Γιˬαχουντῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γιˬαχουντῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γιˬαχουντῆς ὁ, σύνὴθ. καὶ Καππ. (Δίλ. Φλογ.) Γιˬαχουdῆς Βιθυν (Κίος Κουβούκλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ κ.ἀ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Γιˬαχουτῆς Κύπρ Πόντ. (Κοτύωρ.) Γιˬαουντὴς Μακεδ. (Βέρ.) Γιˬαουdῆς Προπ. (Καλόλιμν.) Γιˬαχούτης Μεγίστ. Θὴλ. Γιˬαχουdῖνα Α. Κρήτ. Γιˬαχούταινα Μεγίστ. Γεν. Γιˬαχουdηριοῦ Καππ. (Ἀραβάν.) Πληθ. Γιˬαχουdῆρε Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. Yahudi = Ἑβραῖος.
Σημασιολογία
1) Ὁ Ἑβραῖος, ὡς ὕβρις ἔνθ’ ἀν.: Ἔ, κακομοίρη Γιαχουdῆ, ν᾿ ἀναμαζώξῃς τὸ νοῦ σου! Α. Κρήτ. Γιˬαχουντῆς εἶσαι, βρέ, καὶ τὴ σουρντίζεις τὴ φωνή σου; (= σύρεις τὴν φωνήν σου ὁμιλῶν) Κίος Ἤρτεν ἕνα Γιˬαχουντῆς Φλογ. Ἤτον σαράφ’ Γιˬαχουντῆ (= ἦταν ὁ σαράφὴς Ἑβραῖος) Δίλ. Εἶντα λές, μωρὴ Γιˬαχουdῖνα; Α. Κρήτ. Συνών. τσιφούτης, χαχαμίκος. 2) Μεταφ., τὸ ὁμοίωμα τοῦ Ἰούδα, τὸ ὁποῖον καίουν κατὰ τὴν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ Προπ. (Καλόλιμν.) || ᾎσμ. Πρωἳ καὶ τὰ χαράματα, πρὶν κράξῃ ὁ πετεινός, ὁ Γιˬαουντῆς θὰ καίγεται μαζὶ κιˬ ὁ οὐρανὸς 3) Ἐπίθ., φιλάργυρος, αἰσχροκερδὴς Κύπρ. Μεγίστ. Συνών. τσιφούτης, καρμίρης, σπαγγορραμμένος. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἄργ. Πάτρ. Τρίπ.) Στερελλ. (Λαμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA