ἀντιβοὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβοὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀντιβοὴ ἡ, Εὔβ. (Κάρυστ.) Θρᾴκ. Κύπρ. ἀdιβοὴ Θήρ. ἀντ’βουὴ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀd’βουὴ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βοή.

Σημασιολογία

᾽Αντήχησις, ἀντίλαλος, βοὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄκουσες τὴν ἀντιβοή; Εὔβ. (Κάρυστ.) Περνούσαμε ἀποκεῖ καὶ φωνάξαμε, μιˬὰ ἀντιβοὴ ποῦ κάμνει ἐκεῖ μέσα! Θράκ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αντιβουὲς οἱ, καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/