βαγιˬόλᾳδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγιˬόλᾳδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαγιˬόλᾳδο τό, Λεξ. Βλαστ. 281.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βάγιˬο καὶ λάδι.

Σημασιολογία

Δαφνέλαιον. Συνών. δαφνόλᾳδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/