ἀντιβούνιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβούνιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιβούνιν τό, Πόντ (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βουνὸ ἢ βουνίν, δι’ ὃ ἰδ. βουνί.

Σημασιολογία

Βουνόν, ὄρος κείμενον πλησίον ἢ ἀπέναντι ἄλλου βουνοῦ: ᾎσμ. Θωρεῖς ἐκεῖνο τὸ βουνὸν καὶ τ’ ἄλλο τ᾿ ἀντιβούνιν καὶ τ’ ἄλλο τ᾽ ἀντιπέραστον, ντὸ ἔν᾿ ᾽ψηλὸν καὶ μέγαν;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/