ἀντίβροντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίβροντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντίβροντο τό, ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 113

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βροντή.

Σημασιολογία

Σύμμικτος θόρυβος, βοή: Τῆς ἔξοδος τ᾿ ἀντίβροντο γέμισε τῶ βουνῶν τὰ κάρκαρα, λιˬάκουρες καὶ κλεισοῦρες ἀντιβουΐσαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/