ἀντίβροχο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίβροχο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίβροχο τό, Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Πελοπν. (Λάστ.) –Passow Carm. popular 261 ἀντίβρουχου Θεσσ. (Καρδίτσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. βρόχι.
Σημασιολογία
Εἶδος παγίδος πρὸς σύλληψιν πτηνῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Πο͜ιὸς ἔχει βρόχιˬα ᾽ς τὰ βουνὰ κιˬ ἀντίβροχα ’ς τοὺς κάμπους, μὴν πιˬάστηκε ὁ πετρίτης μου, μὴν πιˬάστηκεν ὁ γιˬός μου; Passow ἔνθ᾽ ἀν. Θὰ στήσω βρόχιˬα ’ς τὰ βουνὰ κιˬ ἀντίβροχα 'ς τοὺς κάμπους, καὶ θὰ σὲ πιˬάσω πέρδικα Λάστ. Ἔβαλε βρόχιˬα ᾿ς τὰ βουνὰ κιˬ ἀντίβροχα ᾿ς τοὺς κάμπους, τὴν πέρδικα τὴν ἔπιˬασε καὶ ’ς τὸ κλουβὶ τὴ βάνει Τζουμέρκ. Συνών. βρόχι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA