ἀντίγαμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίγαμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀντίγαμος ὁ, ᾿Αντικύθ. ’Ικαρ. Κάρπ. Κάσ. Κύθηρ. Κύπρ. (Πάφ. κ.ἀ.) Κῶς Λέρ. Μῆλ. Μύκ. Νίσυρ. Σίφν. Τῆλ. Χίος (Χαλκ. κ.ἀ.) ἀdίγαμος Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Πάρ. Σέριφ. Σύμ. ἀdίγαμους Λέσβ. Σάμ. ἀdγάμος Πάρ. (Λεῦκ.) ἀντίγαμα τά, Εὔβ. (Κάρυστ.) Σίφν. ἀdίγαμα Ἄνδρ. Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. γάμος.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ γάμου διὰ συμποσίου εἰς ὃ παρακάθηνται οἱ στενώτεροι συγγενεῖς καὶ φίλοι γινομένη συνήθως μὲν τὴν ἑπομένην Κυριακήν, ἤτοι τὴν ὀγδόην ἡμέραν, ἐνιαχοῦ δὲ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν ἢ τὴν τρίτην ἢ τὴν ἑπομένην ἔνθ' ἀν.: Θενὰ πάμε νὰ κάμωμε τὸν ἀdίγαμο ᾿ς τοῦ bάρbα τοῦ πεdάκληρου τὸ σπίτι Θήρ. || ᾎσμ. ᾿Ανοίξετε ξημέρωσε χαρὰ Θεοῦ ἡμέρα, τοῦ ἀντιγάμου ἡ χαρὰ χαρούμενη Δευτέρα ’Σ τὸ γάμο σου ᾿ς τὸ γάμο σου | πέdε κοράκοι ἀπάνω σου Κῶς καὶ ’ς τὸν ἀdίγαμό σου | νὰ τρών τὸν ἐμυˬαλό σου! (ἀρὰ) Θήρ. Συνών. ἀντίχαρα, ὀχτάδα, πιστρόφια. 2) Ἡ πρὸ τοῦ συμποσίου μετάβασις τῶν νεονύμφων εἰς τὸν ναὸν συνοδευομένων ὑπὸ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων, ἔνθα εὐλογεῖ αὐτοὺς ὁ ἱερεὺς Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/