βαγιˬοφόρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬοφόρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαγιˬοφόρος ὁ, Θήρ. βαιˬοφόρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαγιˬουφόρους Λέσβ. βαγιˬοφόρα Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. βαϊφόρα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) ἁγιˬοφόρα Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βαϊφόρος. Τὸ ἁγιˬοφόρα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἅγιˬος.
Σημασιολογία
1) Ὁ φέρων εἰς τὰς χεῖρας κλάδον βαΐου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): ᾎσμ. Καὶ νὰ τὸ βάνῃ τοῦ Βαιˬῶ νὰ βγαίνῃ βαϊφόρα καὶ νὰ τὸ βάνῃ τὴ Λαμπρὴ νὰ βγαίνῃ λαμπροφόρα. 2) Ἡ ἑορτὴ τῶν Βαΐων Κέρκ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τοῦ Βαιˬφόρου βάνει ψάρι (ἐπιτρέπεται ἡ ἰχθυοφαγία) Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 3) Κλάδος βαΐου σχηματισμένος συνήθως μεθ’ ἑτέρου εἰς σχῆμα σταυροῦ καὶ διδόμενος εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων Θήρ. Λέσβ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βάγιˬο 1. 4) Πλέγμα ἐκ φύλλων φοίνικος μετὰ κλαδίσκου ἐλαίας ἢ ἄνευ αὐτοῦ φέρον ἐν τῷ μέσῳ χαρτόνιον μετά τινος εἰκόνος κοσμημένης δι’ ἐπιχρυσωμάτων τὸ ὁποῖον οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Βαΐων προσφέρουν εἰς ἐξέχοντας ἐνορίτας ἢ ξένους τιμῆς ἕνεκεν Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA