βάγισσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάγισσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάγισσα ἡ, ἀμάρτ. βάϊσσα Ἰων.(Κρήν.)Κάσ.Χίος βαΐσσα Καππ.Κάσ.Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βαΐχισσα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάγιˬα καὶ τῆς καταλ. –ισσα.
Σημασιολογία
Ὑπηρέτρια ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἔχω βαΐσσες δεκοχτὡ καὶ μ’ ὅγο͜ια θέλεις μεῖνε Ἀπύρανθ. Πάντα μοῦ παραγγέλνει | μὲ μιˬὰ βαγιˬαντανή, μὲ τὴ μικρὴ βαΐσσα | τὴ μυστηριˬανὴ Κάσ. Βαΐσσες παίνουν ἀπομπρὸς, βαΐσσες ἀποπίσω Καππ. Καὶ παίρνει τσοὶ βαΐχισσες καὶ πάει καὶ ᾽ιˬατρικὰ βαστᾷ νὰ τόνε ᾿ιˬάνῃ Νάξ. Συνών. βάγιˬα Α1, βαγιˬαντανή, βαγιˬαντή, βαγίτσα, βαΐλισσα (ἰδ. βάϊλας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA