ἀντιγλωσσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιγλωσσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιγλωσσίδι τό, Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντίγλωσσο.

Σημασιολογία

1) Ὁ χαλινὸς τῆς γλώσσης, ὁ συνδέων τὴν γλῶσσαν ὑμὴν κάτωθεν αὐτῆς μετὰ τοῦ στόματος Πελοπν. (Μάν.) 2) Πάθος τοῦ χαλινοῦ τῆς γλώσσης, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἡ ἄρθρωσις εἶναι ἐλλιπής, γλωσσοδέτης, ἀγκυλόγλωσσον Πελοπν. (Μεσσ.): Νὰ κόψω τὸ ἀντιγλωσσίδι τοῦ παιδιˬοῦ μου, γιˬατὶ δὲ μπορεῖ νὰ μιλήσῃ. 3) ᾽Αθυροστομία κατά τινος, ἐλεγκτικὴ ἢ καὶ ὑβριστικὴ ἐπίθεσις Πελοπν (Μεσσ.): Τσ’ ἄρχισε τὸ ἀντιγλωσσίδι καὶ τὴν ἔκαμε τρεῖς παρᾶδες. Συνών ἀντίγλωσσο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/