γαλαντόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαντόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλαντόμος ἐπίθ. σύνηθ. γαλαντόμους βόρ. ἰδιώμ. γαλαdόμος πολλαχ. γαλατ-τόμος Κύπρ. γαλαντόμο Τσακων. γαλεdόμος Νάξ. (’Απύρανθ. Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. galantomo. Πβ. καὶ ’Ιταλ. galantuomo.

Σημασιολογία

Ὁ εὐκόλως παρέχων τὰ ἑαυτοῦ, ἐλευθέριος, φιλόδωρος, γενναιόδωρος ἔνθ' ἀν.: Σοῦ εἶναι ἕνας γαλαντόμος, ποῦ πετάει ἀλύπητα τὰ χρήματά του κοιν. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἁπλοχέρης 1. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Κρήτ. (Κίσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/