ἀντίγλωσσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίγλωσσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίγλωσσο τό, Ζάκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ἀντίγλουσσου Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀdίγλωσσο Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. γλῶσσα.
Σημασιολογία
1) Ὁ χαλινὸς τῆς γλώσσης Κεφαλλ. 2) Πάθος τοῦ χαλινοῦ τῆς γλώσσης ἔνθ’ ἀν.: Δὲ μιλεῖς; τί ἔπαθες; ἔχεις τὸ ἀντίγλωσσο; Ζάκ. Νὰ βγά’ τοὺ ἀντίγλουσσου! (ἀρὰ) Καταφύγ. Συνών. γλωσσοδέτης. 3) ᾽Αθυροστομία, ἀντιλογία πρὸς πᾶν ὅ,τι λεχθῇ Κεφαλλ.: Ποῦ νὰ τὸν στομώσῃς αὐτόν ἔχει τὸ ἀdίγλωσσο. Συνών. ἀντιγλωσσίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA