βαγίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγίστρα ἡ, ἀμάρτ βαΐστρα Μακεδ. (Πάγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βαγίζω.
Σημασιολογία
Τὸ κοράσιον τὸ ὁποῖον περιέρχεται τὰς οἰκίας τὸ Σαββατον τοῦ Λαζάρου καὶ τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων καὶ ψάλλει τὰ εὐχετικὰ ᾄσματα τὰ λεγόμενα βαΐτικα: ᾎσμ. Νὰ κοσκινίζῃς μάλαμα, νὰ πέφτῃ τὸ χρυσάφι, τὰ πυκνοκοσκινίσματα νὰ δίνῃς ’ς τοὶς βαΐστρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA