γαλαριˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαριˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γαλαριˬάρις ὁ, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 16 γαλαριˬάρ᾽ς Μακεδ. Στερελλ. (Δεσφ. Καλοσκοπ. Λεπεν. Παρνασσ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γαλάριˬα πληθ. τοῦ γαλάρις, ὃ ἰδ., καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ποιμὴν ἐγγάλων αἰγοπροβάτων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/