ἀντιγόνατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγόνατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιγόνατα τά, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. γόνατα.
Σημασιολογία
Οἱονεὶ γόνατα ἀντὶ ἄλλων γονάτων. Γνωμ.: Χωρὶς νά βρῃς γόνατα δὲν κάμνεις ἀντιγόνατα (ἂν δὲν κληρονομήσῃς περιουσίαν τινά, δὲν εἶναι δυνατὸν μόνος σου νὰ γίνῃς πλούσιος. ’Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 4, 78. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 <1911> 42).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA