ἀντίγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντίγος ἐπίθ. Κεφαλλ. ἀντίκος Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἑνετ. antigo ἢ τοῦ ᾿Ιταλ. antico. ᾽Ιδ. Κορ. Ἀνεκδ. λεξιλ. σημ. 9. Πβ. καὶ ΣΞανθουδ. Κρητ. συμβόλ. 316
Σημασιολογία
1) Παλαιός, ἀρχαῖος Παξ.: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀντίκος Παξ. 2) Ἰδίᾳ ἐπὶ γέροντος, εὐερέθιστος, δύσκολος, κακότροπος Κεφαλλ.: Εἶναι ἀντίγος ἄνθρωπος. 3) Σκληρός, βάρβαρος, ἰσχυρογνώμων Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA