ἀντιγὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιγὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντιγὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀdιγὸς Κεφαλλ. Λευκ. ἀd’γὸς Λευκ. ἀdιὸς Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. ἀγός, δι' ὃ ἰδ. ἀγωγός.
Σημασιολογία
1) Τάφρος ἢ ὀχετὸς κατὰ τὴν ὀπισθίαν ὄψιν τῆς οἰκίας πρὸς εἰσδοχὴν τῶν ἐκ τοῦ ἐπικλινοῦς ἐδάφους ὀμβρίων ὑδάτων Λευκ. β) Τὸ ὀπίσθιον μέρος τῆς οἰκίας, τὸ ἀντίθετον τῆς προσόψεως Κεφαλλ. Λευκ. 2) Τὸ κατὰ τὸν ἀντιγὸν συνήθως ἀφοδευτήριον ἢ καὶ ὁπουδήποτε ἀλλαχοῦ Λευκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA