γαλαροκοπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαροκοπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαλαροκοπὴ ἡ, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 37, 59, 84. - Λεξ. Βλαστ. 288 γαλαρουκουπὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαλάρι, δι᾿ ὃ ἰδ. γαλάρις, καὶ κοπή.
Σημασιολογία
Γαλαροκόπαδο, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA