βαγίτσιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγίτσιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαγίτσιν τό, ἀμάρτ. βαΐτσιν Κύπρ. (Λεμεσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάγιˬο καὶ τῆς καταλ. -ίτσιν, δι’ ὃ ἰδ. -ίτσι.
Σημασιολογία
1) Τεμάχιον κλώνου λύγου ἢ ἄλλου φυτοῦ τὸ ὁποῖον προσδενόμενον ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα διὰ σχοινίου εἰσάγεται εἰς τὸ στόμα ἵππου ἀντὶ χαλινοῦ. 2) Τεμάχιον κλώνου φυτοῦ τὸ ὁποῖον εἰσαγόμενον εἰς τὸ στόμα ἓριφίου καὶ προσδενόμενον ἐκ τῶν δύο ἄκρων διὰ λεπτοῦ σχοινίου μὲ τὰ κέρατα ἐμποδίζει αὐτὸ νὰ θηλάζῃ χωρὶς νὰ τὸ ἐμποδίζῃ νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA