γαλαροπρόβατο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαροπρόβατο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλαροπρόβατο τό, ἀμάρτ. γαλαρόπρατο ΧΧριστοβασ. Διηγ. Στάν. 47.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γαλάρι, δι᾽ ὃ ἰδ. γαλάρις, καὶ πρόβατο, παρ' ὃ καὶ πράτο.

Σημασιολογία

Ἔγγαλον πρόβατον: ’Ανέβαιναν γιὰ τοὺς ἀρμεγῶνες τους τὰ γαλόπρατα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/