βαγιˬωνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγιˬωνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγιˬωνιˬὰ ἡ, Κρήτ. βαγιˬουνιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) βαγιˬωνέα Κῦθηρ. βαγιˬωνὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάγιˬο καὶ τῆς καταλ. –ωνιˬά.
Σημασιολογία
1) Βαγεˬὰ 1, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύθηρ. 2) Βαγεˬὰ 3, ὃ ἰδ., Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. Πόρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA