βαγόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαγόνι τό, κοιν. βαgόνι Νάξ. μαγόνι Κίμωλ. Σέριφ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ vagone, ὃ ἐκ τοῦ Ἀγγλ. wagon. Πβ. DHesseling ἐν Byzant. Zeitschr. 12,596.
Σημασιολογία
Ἄμαξα σιδηροδρομικὴ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἔχομε βαγόνι (ἐπὶ ἀφίξεως διὰ τοῦ σιδηροδρόμου ἐμπορεύματος) Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA