βάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βάδα ἡ, Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Μεγίστ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. vada. ᾽Ιδ. MVasmer ἐν Byzant. Zeitschr. 17, 116.

Σημασιολογία

1) Ἡ ὁριζομένη καὶ κατατιθεμένη ὡς κερδιστέα ποσότης χρημάτων ἰδίᾳ ἐν τῷ χαρτοπαιγνίῳ Θήρ. Μεγίστ. κ.ἀ.: Βάλλω βάδα Θήρ. β) Ἐχέγγυον, ἐγγύησις Λεξ. Δημητρ. 2) Ὀστέινον ἢ μετάλλινον κέρμα χαρτοπαιγνίου ἀντικαθιστῶν χρῆμα Χίος-Λεξ. Δημητρ. Συνών. μάρκα. 3) Δαπάνη Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ.: Πάει πολλὴ ἡ βάδα. Συνών. ἔξοδο. 4) Ζημία Χίος: Τοῦ ᾿κατσεν ἡ βάδα. Συνών. ζημιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/