γιγαντιαῖος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιγαντιαῖος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιγαντιαῖος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γιγαντιαῖος.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπερμεγέθης σύνηθ.: Ἕνα γιγαντιαῖο ἀεροπλάνο - ἔργο - οἰκοδόμημα. Μιὰ γιγαντιαία γέφυρα – πολιτεία-προσπάθεια κλπ. Συνών. γιγάντειος, γιγάντινος, πελώριος, τεράστιος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA