γιγαντοφώλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιγαντοφώλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιγαντοφώλι τό, Ζάκ. - Ν. Πολίτ., Παραδ. 1,67. 2,749.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γίγαντας καὶ φωλιˬά.
Σημασιολογία
Φωλεὰ γιγάντων ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅπου σήμερα εἶναι τὸ χωριˬὸ Ρωμήρι, παλαιοῦθε ἦταν γιγαντοφώλι (ἐκ διηγ.) Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν., 1,67. Αὐτὸ τὸ γιγαντοφώλι ἤτανε ἕνας μεγάλος λόγγος μὲ πελώρια δέντρα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Νῶε (ἐκ διηγ.) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA