ἀρχοντονεˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντονεˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρχοντονεˬὸς ὁ, πολλαχ. ἀρχοdονεˬὸς Κρήτ.

Σημασιολογία

Νέος εὐγενοῦς καὶ πλουσίας οἰκογενείας ἔνθ’ ἀν. : ᾎσμ. Ἀρχοdονεˬὸς παdρεύγεται καὶ παίρνει προσφυgούλλα, προσgούλλα μαυρομμάτα μου, σὲ κλαί dὰ μάθιˬα μου (κλαί = κλαίουν) Κρήτ. -Ποίημ. Ἡ ὄμορφη ἀρχοντονεˬὰ τό Λάμπρο ξετρελλαίνει καὶ τὴ Λενούλλα ξέχασε τὴν πρώτη του ἐρωμένη. ΙΠολέμ. Χειμώνανθ. 126. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχοντάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/