γίγαρτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γίγαρτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γίγαρτο τό, ἐνιαχ. Πληθ. γιˬάαρτα Λυκ. (Λιβὺσσ.) γίερτα Κάρπ. γιˬέρτα Κάρπ. σγαρτα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ γίγαρτον.
Σημασιολογία
Κατὰ πληθ.: α) στέμφυλα Πόντ. (Κερασ.) β) Τὰ ὑπολείμματα τῶν μελικήρων μετὰ τὸ σφίξιμον αὑτῶν καὶ τὴν ἔκχυσιν τοῦ μέλιτος Κὰρπ. Συνών. κεροστύμματα. γ) Τὰ ὑπολείμματα ποὺ ἀπομένουν μετὰ τὸ καθάρισμα τοῦ κηροῦ Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA