ἀρχοντονεˬωμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχοντονεˬωμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρχοντονεˬωμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρκοντονεωμένος Κύπρ. ἀρκοντονεˬωμένος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρχοντας καὶ τοῦ νεˬωμένος μετοχ. τοῦ ρ. νεˬώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνατεθραμμένος ὡς εὐγενής, ὡς πλούσιος: Ποίημ. Ὁ Βάους νέος τρυφερός, άρκοντονεωμένος, λεβέντης, καθημερινῶς βασιλικὰ ντυμένος Συνών. άρχονταναθρεμμένος (ἰδ. ἀρχονταναθρέφω), ἀρχοντομαθημένος. (ἰδ. ἀρχοντομαθαίνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/