γαλατιˬανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλατιˬανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλατιˬανὸς ἐπίθ. ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,45 - Λεξ. Βλαστ. 347 γαλαχτιˬανὸς ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 135.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ οὐσ. γάλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬανός. Τὸ γαλαχτιˬανὸς κατὰ τὸ γαλαχτερὸς παρὰ τὸ γαλατερός, ὃ πβ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ γάλακτος, λευκὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γαλανή, γαλαχτιˬανή, | τίνος εἶναι τὸ παννί; - Δικό μας εἶναι τὸ παννί, δικό μας καὶ τὸ χτένι καὶ ἡ κόρη ποῦ τὰ ὑφαίνει ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. - Ποίημ. Γιˬὰ ἰδὲς λαιμὸς γαλατιˬανός, λαιμὸς περιστερένιˬος καὶ δροσερὸς σὰν κρύο νερὸ καὶ σὰν βουνήσιˬο χιόνι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA