βαζανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαζανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαζανιˬάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαζάνιν.

Σημασιολογία

Προσλαμβάνω χρῶμα ὅμοιον πρὸς τὸ χρῶμα στρύχνου τοῦ ἐδωδίμου ἕνεκα ψύχους, ἀσθενείας κττ. Συνών. ἀποβαζανώνω, μελανιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/